Σαμουήλ — I Ο τελευταίος κριτής του Ισραήλ· έζησε γύρω στα μέσα του 11ου αι. π.Χ. Η μητέρα του, Άννα, που ήταν στείρα, πέτυχε τη γέννησή του με την προσευχή και τον αφιέρωσε στον Κύριο. Μετά την κλήση του στο αξίωμα του κριτή, πολέμησε νικηφόρα κατά των… … Dictionary of Greek
Σαμουήλ A’ — Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1700 1775). Το κοσμικό του όνομα ήταν Σκαρλάτος Χατζερής και αρχικά διατέλεσε μητροπολίτης Δέρκων. Έγινε πατριάρχης το 1763 άλλα πέντε χρόνια αργότερα εξορίστηκε στο Άγιο Όρος. Έμεινε εκεί ως το 1773, οπότε… … Dictionary of Greek
Άγκνον, Σαμουήλ Ιωσήφ — (Μπούκρατς Γαλικίας 1888 – Ιερουσαλήμ 1970). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισραηλινού συγγραφέα Σαμουήλ Ιωσήφ Κζάκζες. Άρχισε να γράφει αρκετά νέος διηγήματα και ποιήματα στη γίντις, στην Ιερουσαλήμ. Το 1912 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα… … Dictionary of Greek
Αβραάμ Αμπουλαφία μπεν Σαμουήλ — (Τολέδο ή Σαραγόσα 1240 – 1292).Ισπανοεβραίος καβαλιστής. Υπήρξε φύση ανήσυχη και τυχοδιωκτική. Σπούδασε όλες τις γνωστές επιστήμες της εποχής του και μελέτησε ιδιαίτερα το Ταλμούδ (την ιουδαϊκή παράδοση της Βίβλου) και τη φιλοσοφία του Μαϊμονίδη … Dictionary of Greek
Κύπριος, Σαμουήλ ο Μεσημβρίας — (Κύπρος 1782 – Κωνσταντινούπολη 1855). Λόγιος. Διετέλεσε διευθυντής του πατριαρχικού τυπογραφείου και το 1820 διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Το 1830 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Προκοννήσου και το 1835 μετατέθηκε στη Μεσημβρία. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Μαρσάκ, Σαμουήλ Γιακόβλεβιτς — (Samuel Iakovlevich Marshak, Boρονέζ 1887 – Μόσχα 1964). Ρώσος ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Υπήρξε φίλος του Μαξίμ Γκόρκι και αρχικά σπούδασε στην Πετρούπολη και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος, ενώ … Dictionary of Greek
Ραιμάρους, Ερμάνος-Σαμουήλ — (Reimarus, 1694 – 1768). Γερμανός φιλόσοφος, μαθητής του Λάιμπνιτς και δάσκαλος του Καντ. Σπούδασε σε διάφορα πανεπιστήμια και επισκέφθηκε πολλές χώρες. Ασχολήθηκε επίσης και με τις φυσικές επιστήμες και υπήρξε από τους πρώτους θιασώτες της… … Dictionary of Greek
Ραχέλ, Σαμουήλ — (Rachel, 1628 – 1691). Γερμανός νομομαθής. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Χέλμστατ και του Κιέλου καθώς και σύμβουλος του δούκα του Χόλσταϊν, Χριστιανού Αλβέρτου. Το 1676 δημοσίευσε την πραγματεία του Το φυσικό δίκαιο και οι άνθρωποι,… … Dictionary of Greek
Ρέινμπεργκ, Σαμουήλ Αρόνοβιτς — (1897 – 1966). Σοβιετικός ακτινολόγος. Καθηγητής και διδάκτορας των ιατρικών επιστημών. Αποφοίτησε από το Ιατρικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ (1921). Υπήρξε οργανωτής της πρώτης στον κόσμο έδρας παιδικής ακτινολογίας, στο Παιδιατρικό Ινστιτούτο… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek